- ἐλεήμονα
- ἐλεήμωνpitifulneut nom/voc/acc plἐλεήμωνpitifulmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βιτάλιος — I (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Αντιοχείας. Οπαδός του Απολλινάριου, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Αντιόχεια και γι’ αυτό χειροτονήθηκε ιερέας. Το 375 πήγε στη Ρώμη και επέδωσε στον επίσκοπο Ρώμης Δάμασο ομολογία πίστης, η οποία, αν και περιείχε … Dictionary of Greek
Καρνιλιβάρι, Ματέο — (Matteo Carnilivari, 15ος αι.). Ιταλός αρχιτέκτονας. Έδρασε κυρίως στη Σικελία. Η αντίληψή του για την αρχιτεκτονική διαμορφώθηκε σύμφωνα με το κλίμα της πρώτης θαλερής περιόδου της Αναγέννησης, χωρίς καμία υποχώρηση στους νέους τρόπους… … Dictionary of Greek
Κυδωνίας και Αποκορώνου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τα Χανιά. Υπάγεται στην ημιαυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης και εξαρτάται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 104 ενοριακοί ναοί, ενώ για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή … Dictionary of Greek
Μαρκίων — (Σινώπη 85; – Ρώμη 160;). Ρωμαίος θεολόγος. Σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό, όταν ο Μ. μετέβη στη Ρώμη (περ. το 140), μετέσχε αμέσως στη ζωή της τοπικής χριστιανικής κοινότητας. Διέθετε μεγάλη περιουσία και, όταν βαφτίστηκε χριστιανός, δώρισε στην… … Dictionary of Greek
Μόδεστος — I (7ος αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Ιεροσολύμων (632 634). Άρχισε την ιερατική σταδιοδρομία του ως ηγούμενος στη μονή του Αββά Θεοδοσίου. Στις ημέρες του οι Πέρσες κυρίευσαν την Παλαιστίνη (619), κατέστρεψαν τα Ιεροσόλυμα και αιχμαλώτισαν τον πατριάρχη… … Dictionary of Greek
ИОАНН V (III) МИЛОСТИВЫЙ — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ ᾿Ελεήμων] († 11.11.620 (или 619)), свт. (пам. 12 нояб.; пам. визант. 11 и 12 нояб.; пам. зап. 11 нояб. и 23 янв. (день перенесения мощей в Пожони)), патриарх Александрийский с 610 г. Источники сведений о жизни И. М. весьма… … Православная энциклопедия